- διακόρευση
- ηη παρθενοφθορία, το ξεπαρθένεμα κοριτσιού: Τον κατηγόρησε για τη διακόρευσή της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διακόρευση — η (Α διακόρευσις και διακόρησις) [διακορεύω] η ρήξη τού παρθενικού υμένα, το ξεπαρθένεμα … Dictionary of Greek
αιδοιοκολπίτιδα — Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η… … Dictionary of Greek
ατίμασμα — το [ατιμάζω] 1. ατίμωση, περιφρόνηση 2. βιασμός, διακόρευση … Dictionary of Greek
διακόρησις — ( εως), η (Α) [διακορώ] διακόρευση … Dictionary of Greek
διαπαρθένευση — η (Α διαπαρθένευσις, εως) [διαπαρθενεύω] διακόρευση … Dictionary of Greek
εκπαρθένευση — η διακόρευση … Dictionary of Greek
ξεπαρθένεμα — το [ξεπαρθενεύω] ρήξη τού παρθενικού υμένα, διακόρευση … Dictionary of Greek
παρθενορραφή — η η ραφή τού παρθενικού υμένα έπειτα από διακόρευση … Dictionary of Greek
παρθενοφθορία — η, ΝΜ η φθορά τής παρθενίας, διακόρευση παρθένου μσν. (στο Βυζάντιο) φόρος τον οποίο κατέβαλλαν οι νυμφευόμενοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + φθορία (< φθόρος < φθείρω)] … Dictionary of Greek
φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… … Dictionary of Greek